- περδικοτρόφος
- περδῑκο-τρόφος, ον,A keeping partridges, Str.14.2.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περδικοτρόφος — ὁ, Α αυτός που εκτρέφει, διατηρεί πέρδικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek
περδικοτροφείον — τὸ, Α [περδικοτρόφος] τόπος όπου εκτρέφονται πέρδικες … Dictionary of Greek
περδικοτρόφοι — περδῑκοτρόφοι , περδικοτρόφος keeping partridges masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)